- πανεπιστήμων
- (-όνος) ο , η широко образованный учёный, большой эрудит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανεπιστήμων — all knowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπιστήμων — ον, ΝΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης νεοελλ. κάτοχος πολλών επιστημών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπιστήμων] … Dictionary of Greek
πανεπιστήμονος — πανεπιστήμων all knowing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανεπιστημοσύνη — η η ιδιότητα τού πανεπιστήμονα, η ευρεία και σχεδόν καθολική γνώση τών επιστημών, η παντογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανεπιστήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek